- παρενιαυτοφόρος
- -ον, Ααυτός που καρποφορεί κάθε δεύτερο έτος, ο «παραχρονιάτικος» («παρενιαυτοφόρα δὲ καὶ οὐκ ἐπετειοφόρα τῶν δένδρων... τὰ ξηρὰ καὶ ξυλώδη», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐνιαυτός «χρόνος, έτος» + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.